- τηλικούτος
- τηλικαύτη, τηλικοῡτον, Α1. τέτοιας ηλικίας, τηλικόσδε* (α. «διδάσκεσθαι βαρὺ τῷ τηλικούτῳ», Αισχύλ.β. «ὅν, εἰ καὶ τηλικοῡτον ὄντα ἀπεκτείνατε», Λυσ.)2. τόσο μεγάλος, ως προς το μέγεθος, το ποσόν ή την αξία (α. «ἡ τηλικαύτη ἀρχή», Πλάτ.β. «πεπραγμένα τηλικαῡτα τὸ μέγεθος», Ισοκρ.γ. «τηλικαύτην βλάβην», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλίκος*, κατά την αντων. οὗτος].
Dictionary of Greek. 2013.